- δυσανεξία
- ηκατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν ανέχεται ορισμένες ουσίες ή φυσικά ερεθίσματα και εκδηλώνει διάφορα νοσηρά συμπτώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λακτάση — Ένζυμο που αποτελεί συστατικό των πεπτικών υγρών μερικών ζώων. Βρίσκεται στη νήστιδα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου και βοηθά στην υδρόλυση του γαλακτοσακχάρου (λακτόζη) σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Στον άνθρωπο, η έλλειψη του ενζύμου προκαλεί… … Dictionary of Greek
φωτοευαισθησία — η, Ν 1. βιολ. ευαισθησία τών οργανισμών στην επίδραση τών ορατών φωτεινών ακτίνων ή τής υπεριώδους και υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. ιατρ. δυσανεξία προς το φως, συχνή σε ξανθά και πυρρόξανθα άτομα, η οποία εκδηλώνεται με κοκκίνισμα τού δέρματος… … Dictionary of Greek
διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… … Dictionary of Greek